Λίμπκνεχτ, Βίλχελμ

Λίμπκνεχτ, Βίλχελμ
(Wilhelm Liebknecht, Γκίσεν, Έσεν 1826 – Βερολίνο 1900). Γερμανός δημοσιογράφος και σοσιαλιστής πολιτικός. Σπούδασε παιδαγωγικά στο Βερολίνο, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του παιδαγωγού. Έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της νεολαίας του Βερολίνου το 1846, καθώς επίσης στα επαναστατικά κινήματα του Μπάντεν δύο χρόνια αργότερα. Διώχθηκε και αρχικά κατέφυγε στην Ιταλία και κατόπιν στο Λονδίνο, όπου συνδέθηκε με τους Μαρξ και Ένγκελς. Από το 1850 αποτέλεσε δραστήριο μέλος της Ένωσης των Κομουνιστών. Το 1862 επέστρεψε στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και αγωνίστηκε για την πολιτική συνένωση των εργατών και την προβολή των ιδεών της Α’ Διεθνούς. Το 1867 εξελέγη βουλευτής και έπειτα από δύο χρόνια ίδρυσε το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα. Αντιτάχθηκε στην επεκτατική πολιτική της Γερμανίας κατά τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας (1870) και υπερασπίστηκε την Κομούνα του Παρισιού το 1871. Το 1874 έγινε μέλος της γερμανικής βουλής και τον επόμενο χρόνο (1875) διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συνένωση όλων των σοσιαλδημοκρατικών φορέων. Έγραψε τα βιβλία με τίτλο Η Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης (1887-90) και Τι είναι οι σοσιαλδημοκράτες και τι επιδιώκουν (1894).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λίμπκνεχτ, Καρλ — (Karl Liebknecht, Λειψία 1871 – Βερολίνο 1919). Γερμανός σοσιαλιστής ηγέτης. Σπούδασε νομικά και από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Ήταν γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (βλ. λ.), από τις σοσιαλιστικές ιδέες του οποίου επηρεάστηκε και ο ίδιος… …   Dictionary of Greek

  • Κανάρις, Βίλχελμ φον- — (Wilhelm von Kanaris, Απλερμπέκ 1887 – Φλόσενμπεργκ 1945). Γερμανός ναύαρχος. Ήταν γιος διευθυντή χαλυβουργείου και κατετάγη το 1905 στο πολεμικό ναυτικό. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στο καταδρομικό Δρέσδη, μετά τη βύθιση …   Dictionary of Greek

  • Πίκ, Βίλχελμ — (Pieck, 1876 – 1960). Γερμανός πολιτικός. Ξυλουργός στο επάγγελμα έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας το 1895. Ήταν οπαδός της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, που είχε ηγέτες τον Κ. Λίμπκνεχτ, τη Ρ. Λούξεμπουργκ, το Φ.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”